θεοφιλανθρωπία

θεοφιλανθρωπία
η
κίνηση οπαδών τής «φυσικής θρησκείας» με επαναστατικές λατρευτικές εκδηλώσεις και μασονικές αντιλήψεις κατά την περίοδο τής γαλλικής επανάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. theophilanthropie < theo- (πρβλ. θεο-*) + philanthropic (πρβλ. φιλανθρωπία). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δαμιανό Χριστόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”